-
1 γενέθλη
γενέθλη, ἡ, gleichbedeutend mit γενεά, welches vgl.; Geschlecht, Abstammung; Hom. Od. 4, 232 ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέϑλης; 13, 130 τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξεισι γενέϑλης; Iliad. 19, 111 τῶν ἀνδρῶν, οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέϑλης, vgl. 105 τῶν ἀνδρῶν γενεῆς οἵ ϑ' αἵματος ἐξ ἐμεῦ εἰσίν; von Pferden Iliad. 5. 270 τῶν οἱ ἓξ ἐγένοντο ἐνὶ μεγάροισι γενέϑλη (v. l. γενέϑλης); vom Silber, Iliad. 2. 857 τηλόϑεν ἐξ Ἀλύβης, ὅϑεν ἀργύρου ἐστὶ γενέϑλη. – Ap. Rh. 2, 521; Soph. El. 219 u. a. D.; Zeitalter, ἐφ' ἡμετέρῃ γενέϑλῃ Opp. H. 5, 459; ἐκ γενέϑλης, von Geburt an, Dion. Per. 1044.
-
2 ἄργυρος
A white metal, i.e. silver,ἐξ Ἀλύβης ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857
; soπηγὴ ἀργύρου A.Pers. 238
, etc.;ἄ. κοῖλος
silver plate,Theopomp.Hist.
283a, Arist.Oec. 1350b23, etc.II = ἀργύριον, silver-money, generally, money, A.Supp. 935; ; εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' by bribery, Id.OT 124; in later Prose, coupled with χρυσός, Ev.Matt. 10.9, Alciphr.2.3.III = λινόζωστος ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄργυρος
См. также в других словарях:
όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… … Dictionary of Greek
Αλόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο, θυγατέρα του Κερκύονα ή Άκτορα. Την αγάπησε ο Ποσειδών από τον οποίο απέκτησε τον Ιπποθόοντα, επώνυμο ήρωα της Ιπποθοοντίδας φυλής. Για τον έρωτά της όμως αυτόν θανατώθηκε από τον πατέρα της και μεταμορφώθηκε σε πηγή. Για… … Dictionary of Greek